- αυγοκόβω
- (αόρ. αυγόκοψα) μετ. приправлять лимонно-яичным соусом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυγοκόβω — αυγοκόβω, αυγόκοψα, αυγοκομμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής